- Αιγαίο πέλαγος
- Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα στα όρια που καθόρισε το Διεθνές Υδρογραφικό Συνέδριο το 1919 στο Λονδίνο. Επικοινωνεί με τον Εύξεινο Πόντο μέσω των Δαρδανελίων, της Προποντίδας και του Βοσπόρου. Στα Ν επικοινωνεί με την ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο διαμέσου μεγάλων αυλάκων, οι οποίες χαράσσουν την υφαλοράχη που εκτείνεται με μορφή κυρτού τόξου από τις νότιες διακλαδώσεις της Πελοποννήσου έως τις νότιες τουρκικές ακτές· οι κορυφές που προεξέχουν σε αυτή την υφαλοράχη είναι τα Κύθηρα, η Κρήτη, η Κάρπαθος και η Ρόδος. Ο τεράστιος αριθμός νησιών, μεγάλων και μικρών, που ξεπροβάλλουν από τα νερά του, δίνουν στο Α.π. εντελώς δικό του χαρακτήρα. Τα σπουδαιότερα νησιωτικά συμπλέγματα είναι: Βόρειες Σποράδες, Κυκλάδες και Δωδεκάνησος.
Το ανάγλυφο του πυθμένα του Α.π. παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία με τους αυχένες, τις αύλακες και τις τάφρους του, από τις οποίες μεγαλύτερη είναι η τάφρος του νότιου Α.π. στα Β της Κρήτης, με μεγαλύτερο βάθος 3.411 μ. (Ν της Θήρας). Στο κεντρικό Α.π., Β της Εύβοιας και Δ των Ψαρών, διανοίγονται σε δύο σημεία φρέατα με μεγαλύτερο βάθος 1.000 μ. Μια άλλη τάφρος με αρκετή έκταση, έχοντας κατεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ, και με μεγαλύτερο βάθος 1.550 μ., διανοίγεται μεταξύ της Σκιάθου και της Σαμοθράκης (Φρέαρ του Θερμαϊκού).
Η αλμυρότητα των υδάτων του Α.π. ποικίλλει· κυμαίνεται μεταξύ 39‰ και 22‰ στα στενά των Δαρδανελίων. Το Α.π. χαρακτηρίζεται από χαμηλές παλίρροιες.
Οι ακτές του Α.π. εμφανίζουν αρκετή ποικιλία στη μορφολογία τους. Στα Δ οι ελληνικές ακτές παρουσιάζουν μεγάλο διαμελισμό με πολυάριθμους κόλπους, που εισχωρούν βαθιά στην ξηρά· τη σημερινή μορφή τους την πήραν κατά την τεταρτογενή περίοδο, εξαιτίας των αργών αλλά συνεχών καθιζήσεων και ανυψώσεων. Στην περίοδο αυτή ανάγεται ο σχηματισμός του Παγασητικού, του Κορινθιακού και του Πατραϊκού κόλπου. Κυρίως χαμηλή και βαλτώδης στη Θράκη, η ακτή γίνεται απόκρημνη και ευθύγραμμη στον Θερμαϊκό κόλπο, ενώ νοτιότερα εμφανίζει πολύμορφο διαμελισμό και περιβάλλεται από αναρίθμητα νησιά. Επίσης και η διαμόρφωση των ανατολικών ακτών οφείλεται σε ρήγματα και καταβυθίσεις. Στις ακτές του Α.π. υπάρχουν πολυάριθμα λιμάνια πάνω στους θαλάσσιους δρόμους που συνδέουν τα παράκτια κέντρα του Εύξεινου και της Προποντίδας με τα λιμάνια της Μεσογείου. Ανάμεσα σ’ αυτά σημαντικότερα είναι ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη και στην τουρκική ακτή η Σμύρνη.
Ιστορία. Το Α.π. κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του πολιτισμού και ειδικότερα στην ιστορία του ελληνικού έθνους. Η γεωγραφική του θέση ως ενδιάμεσης θάλασσας μεταξύ Εύξεινου Πόντου και Μεσογείου και το πλήθος των νησιών του, που έγιναν γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, του έδωσαν εξαιρετική εμπορική και στρατηγική σημασία και συχνά το μετέτρεψαν στο πέρασμα των αιώνων σε πεδίο ανταγωνισμού και συγκρούσεων των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων.
Από την 6η χιλιετία εμφανίστηκαν στον χώρο του Α.π. στοιχεία οργάνωσης του ανθρώπινου βίου και σημαντική πολιτιστική πρόοδος, πριν ακόμα ο άνθρωπος χρησιμοποιήσει τα μέταλλα. Αργότερα αναπτύχθηκαν εξαιρετικά προηγμένες μορφές πολιτισμού στα νησιά των Κυκλάδων. Από τα μέσα όμως της 4ης χιλιετίας το Α.π. έγινε κοιτίδα ενός από τους μεγαλύτερους πολιτισμούς, που άκμασε έως το 1100 π.Χ. Κέντρα του ήταν η Κρήτη, που με τον στόλο της κυριαρχούσε στο Α.π. όπως και στις γειτονικές θάλασσες, και οι Μυκήνες (βλ. λ. Κρήτη, αρχαιολογία – τέχνη). Το Α.π. έγινε το επίκεντρο μεγάλης ανάπτυξης του εμπορίου, αλλά και θέατρο σκληρών συγκρούσεων και τολμηρών επιχειρημάτων, των οποίων η απήχηση υπάρχει στους μυθικούς κύκλους του Τρωικού πολέμου, του Θησέα και της Αργοναυτικής εκστρατείας. Στα πρώτα ιστορικά χρόνια εξαιρετική ακτινοβολία και δύναμη απέκτησαν και οι ελληνικές πόλεις των ανατολικών ακτών του Α.π. (Ιωνία), απ’ όπου ξεκίνησε μια μεγάλη αποικιστική κίνηση, που εξαπλώθηκε από τις βόρειες ακτές του Εύξεινου έως το Γιβραλτάρ. Τον 5ο αι. με την προσπάθεια των Περσών να κατακτήσουν και την ηπειρωτική Ελλάδα, το Α.π. μετατράπηκε και πάλι σε πεδίο σκληρών αγώνων. Η συντριβή της περσικής δύναμης έδωσε στην Αθήνα την ευκαιρία να αναπτύξει τη ναυτική της ηγεμονία στο Α.π., γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις και αντιζηλίες μεταξύ των ελληνικών πόλεων και στάθηκε μια από τις βασικές αιτίες του Πελοποννησιακού πολέμου.
Ακολουθούν αρκετοί αιώνες ηρεμίας γιατοΑ.π., έως την εποχή που το Βυζάντιο αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την ισχυρή δύναμη των Αράβων, που προσπαθούν να κυριαρχήσουν στη ζωτική για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία θάλασσα. Παρά την καταστροφή του στόλου τους κατορθώνουν, έπειτα από αγώνες τριών αιώνων, να καταλάβουν την Κρήτη (824), που έγινε την εποχή αυτή, μαζί με τις μικρασιατικές ακτές, ορμητήριο τολμηρών πειρατειών: για περίπου εκατόν πενήντα χρόνια οι Άραβες τρομοκρατούν και ερημώνουν την περιοχή του Α.π. Ο Χάνδακας, δηλαδή το Ηράκλειο, έγινε το μεγαλύτερο κέντρο δουλεμπορίου. Η ειρήνη επανήλθε όταν ο Νικηφόρος Φωκάς κατέστρεψε το πειρατικό βασίλειο (10ος αι.). Δεν άργησαν όμως να φανούν στην περιοχή καινούργιοι στόλοι· αυτή τη φορά από τη Δύση. Πρώτοι οι Νορμανδοί, αλλά κυρίως οι Ενετοί, εισχώρησαν στο Α.π. και εξασφάλισαν από το Βυζάντιο εμπορικά προνόμια· αυτά υπήρξαν η αφετηρία για την κυριαρχία τους στο Α.π. που ολοκληρώθηκε αργότερα, όταν με τις Σταυροφορίες η Βυζαντινή αυτοκρατορία δέχτηκε αποφασιστικά χτυπήματα. Σχηματίστηκαν τότε πολυάριθμα ενετικά κρατίδια στα νησιά του Α.π., από τα οποία σημαντικότερα είναι της Κρήτης και των Κυκλάδων.
Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453) το Α.π. έγινε πεδίο συγκρούσεων των στόλων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των Ενετών, που είδαν την κυριαρχία τους να περιορίζεται. Τον 18ο αι. εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Α.π. η ρωσική ναυτική δύναμη και οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι συνετάραξαν την περιοχή του (βλ. λ. Ορλόφ, Κατσώνης). Η ελληνική ναυτιλία, με βάση τα λεγόμενα ναυτικά νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Για οκτώ χρόνια το Α.π. υπήρξε κύριο θέατρο του σκληρού αγώνα για την ανεξαρτησία. Αποφασιστικό όπλο του ελληνικού ναυτικού στάθηκε το πυρπολικό· οι καταστροφές που προξένησε στον τουρκικό στόλο συνετέλεσαν κατά πολύ στην επιτυχία του πολέμου της ανεξαρτησίας (Μιαούλης, Κανάρης, Σαχτούρης, Παπανικολής).
Αλλά και μετά την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας, ένα από τα πρώτα έργα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους υπήρξε ο διωγμός των πειρατών και η επίτευξη συνθηκών ασφαλείας για τη ναυσιπλοΐα στο Α.π. (Κανάρης). Το ελληνικό πολεμικό ναυτικό ενισχύθηκε και αναδιοργανώθηκε μετά την Κρητική επανάσταση του 1866 και αντιμετώπισε νικηφόρα τον τουρκικό στόλο στο Α.π. κατά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1914-18)· μετά τη Μικρασιατική εκστρατεία, διατηρώντας την κυριαρχία του, έσωσε και μετέφερε στην ηπειρωτική Ελλάδα χιλιάδες προσφύγων από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και τις ανατολικές ακτές του Α.π. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας και τη Μάχη της Κρήτης (21 Μαΐου – 6 Ιουνίου 1941), το Α.π. περιήλθε υπό τη γερμανική κυριαρχία έως τον Οκτώβριο του 1945. Μεταπολεμικά, όταν πλέον η Ελλάδα απέκτησε τα σημερινά της σύνορα με την απόδοση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς, η Τουρκία άρχισε να προβάλλει διεκδικήσεις δημιουργώντας το περίφημο ζήτημα του Α.π., που σχετίζεται με την αιγιαλίτιδα ζώνη (βλ. λ.), την υφαλοκρηπίδα, τον έλεγχο του εναέριου χώρου (FIR), αλλά και την ίδια την κυριαρχία των νησιών.
Διοικητικά, σήμερα το Α.π. χωρίζεται στις περιφέρειες του Βόρειου Αιγαίου (βλ. λ.) και του Νότιου Αιγαίου (βλ. λ.).
Η ηφαιστειακή δραστηριότητα στο Αιγαίο πέλαγος είναι συνδεδεμένη ιστορικά κυρίως με το ηφαίστειο της Σαντορίνης (φωτ. Άννας Καραμπέτσου).
Η τουριστική ανάπτυξη των νησιών του Αιγαίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες συνέβαλε σε μια ευρύτερη άνθησή τους (φωτ. Άννας Καραμπέτσου).
Φωτογραφία εποχής από το λιμάνι της Ίου με ψαρόβαρκες και καΐκια. Η θάλασσα είναι συνδεδεμένη με τη ζωή των κατοίκων του Αιγαίου από τα αρχαιότατα χρόνια (φωτ. Κ. Ντελόπουλου).
Μοναδική παράσταση ψαράδων σε κυλινδρικό σκεύος, πιθανότατα βάση από αγγείο, που χρονολογείται στο 1600 π.Χ. και αποδεικνύει ότι ο δεσμός των Αιγαιοπελαγιτών με τη θάλασσα έχει παράδοση χιλιετιών.
Η αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική δημιουργεί πολύ συχνά αληθινά κομψοτεχνήματα, όπως η εκκλησία της Παναγίας της Πορταΐτισσας στην Αστυπάλαια της Δωδεκανήσου (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Φωτογραφία του νησιωτικού συμπλέγματος των Κυκλάδων στο Αιγαίο πέλαγος από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Ιούνιο του 1991. Η λευκή περιοχή στο κέντρο της φωτογραφίας είναι ηλιακή λάμψη, ως αποτέλεσμα της αντανάκλασης του ήλιου από την επιφάνεια της θάλασσας (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Το λευκό χρώμα κυριαρχεί στα σπίτια και τις εκκλησίες των νησιών του Αιγαίου.
Dictionary of Greek. 2013.